Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατιμολόγητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμολόγητος, -η, -ο [atimolόyitos] (L) commerce
  • ① whose value or price has not been determined, not priced (syn ακοστολόγητος)
  • ② for which an invoice has not been issued, not invoiced (ant τιμολογημένος)

[fr kath (neol) ατιμολόγητος, cpd w. *τιμολογητός (: τιμολογώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες