Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατακτώ [ataktó] Ρ10.9α : κάνω αταξίες, είμαι άτακτος: Πρέπει να τιμωρούνται όσοι ατακτούν.
[λόγ. < αρχ. ἀτακτῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατακτώ.
-
- 1) Kάνω αταξίες, φέρομαι με απρέπεια:
- ιδών τον παίδα … ατακτούντα (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 2305).
- 2) Kάνω παράβαση, αυθαιρετώ:
- (Συναδ. φ. 52r).
- 3) Στασιάζω:
- ίνα μη ο … όχλος ατακτήσας αφηνιάσῃ (Δούκ. 2832).
[αρχ. ατακτέω. H λ. και σήμ.]
- 1) Kάνω αταξίες, φέρομαι με απρέπεια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατακτώ [ataktό] (L) (& αταχτώ), ατακτεί, ipf ατακτούσα, aor ατάκτησα
- misbehave, be unruly or undisciplined:
- όταν ήταν παιδί κι ατακτούσε, τον κλείδωνε η κυρά Eκάβη σ' ένα δωμάτιο (Tachtsis) |
- ένας συμμαθητής σου ατάκτησε· έκαμε μια προστυχιά (Palaiologos)
[fr postmed, MG ατακτώ ← K (also pap), AG ἀτακτῶ (-έω)]
- misbehave, be unruly or undisciplined:
[Λεξικό Κριαρά]
- ατάκτως, επίρρ.
-
- Aτάκτως, χωρίς τάξη· ανώμαλα, παράτυπα:
- (Iστ. πολιτ. 7014)·
- φρ. ατάκτως ποιώ = αυθαιρετώ:
- (αυτ. 751).
[αρχ. επίρρ. ατάκτως]
- Aτάκτως, χωρίς τάξη· ανώμαλα, παράτυπα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάκτως [atáktos] adv (L)
- ① untidily, messily, helter-skelter (syn άτακτα 1):
- το .. υλικό που συνέλεξε παραμένει ~
- ② in a disorderly or disorganized fashion, without proper formation, pell-mell (syn άτακτα 1b):
- έφυγαν ~
[fr kath ατάκτως ← MG ατάκτως ← K (also pap), AG ἀτάκτως, der of ἄτακτος]
- ① untidily, messily, helter-skelter (syn άτακτα 1):