Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταβάνωτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταβάνωτος -η -ο [atavánotos] Ε5 : (για το εσωτερικό κτίσματος) που δεν έχει ταβάνι, οροφή: Έβαλαν τη στέγη στις αποθήκες αλλά τις άφησαν αταβάνωτες.

[α- 1 ταβανώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταβάνωτος, -η, -ο [atavánotos]
  • lacking a fully constructed or finished ceiling, ceilingless:
    • αταβάνωτο δωμάτιο, σπίτι |
    • εκρέμονταν από την αταβάνωτη σκεπή πέντε δέκα πλέχτρες ξεροκύδωνα (Karkavitsas)

[cpd w. *ταβανωτός (: ταβανώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες