Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυνδύαστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασυνδύαστος -η -ο [asinδíastos] Ε5 : που δεν έχει συνδυαστεί ή που δεν μπορεί να συνδυαστεί με κτ. άλλο. || (ως ουσ.): Mάταια προσπαθεί να συνδυάσει τα ασυνδύαστα. ασυνδύαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυνδύαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασυνδύαστος, -η, -ο [asin∂íastos] (L)
  • not performed in combination, not combined, uncoordinated (ant συνδυασμένος):
    • ασυνδύαστη πολεμική επιχείρηση

[fr kath ασυνδύαστος ← MG (Hesych., Souda) ασυνδύαστος ← PatrG ἀσυνδύαστος, cpd w. *συνδυαστός (: συνδυάζω); cf συνδυαστέον (Nicephor. Uranus, 10th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες