Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασεβώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασεβώ [asevó] Ρ10.9α : συμπεριφέρομαι με ασέβεια, δε δείχνω σε κπ. ή σε κτ. τον απαιτούμενο σεβασμό.

[λόγ. < αρχ. ἀσεβῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ασεβώ.
  • Α´ (Αμτβ.) είμαι ασεβής, φέρομαι με ασέβεια:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 240, 4720).
  • Β´ (Μτβ.) διαφθείρω (νέον):
    • τ’ αναμάρτητα παιδιά …, για να μην τ’ ασεβήσουσιν (Θρ. Κύπρ. 104).

[αρχ. ασεβέω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεβώ [asevό] ασεβεί, ipf ασεβούσα, aor ασέβησα (subj ασεβήσω), (L)
  • ① act or speak impiously, show impiety or godlessness (ant σέβομαι):
    • ασεβεί και προς την ιερότητα της στιγμής και προς το λαό που τον ακούει (Athanasiadis-N) |
    • δώσε την ευλογία σου σ' αυτούς τους Xριστιανούς, που παραφέρθηκαν κι ασέβησαν (Bastias) |
    • ουδέποτε ασέβησαν οι Έλληνες προς την ιερή αυτή συνήθεια (ChZalokostas) |
    • στον άγιο τους ασεβούν σε στιγμές οργής (Palaiologos)
  • ② show disrespect or irreverence (ant τιμώ):
    • ασεβεί στον κοινωνικό νόμο |
    • ασεβεί προς τη μνήμη του I.Σ. |
    • κιντύνευα να παρακούσω τη συνείδησή μου και ν' ασεβήσω προς το χρέος μου (Palam) |
    • κοτήσανε ν' ασεβήσουν στους ορισμούς του σουλτάνου (Petsalis) |
    • από πατριωτικά ελατήρια ασέβησαν στους ελεύθερους θεσμούς (Palaiologos)

[fr kath ασεβώ ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασεβώς [asevós] adv (L)
  • impiously, disrespectfully (syn άσεβα):
    • έβγαλε τη γλώσσα του κοροϊδευτικά, χαχάνισε ασεβέστατα (Karagatsis) |
    • τα πουλιά .. ρυπαίνουν ~ τα δημόσια μνημεία (FKakridis)

[fr kath ασεβώς ← LK, der of ασεβής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες