Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρωστώ [arostó] & -άω Ρ10.1α μππ. αρρωστημένος* : (προφ.) αρρωσταίνω.
[αρχ. ἀρρωστῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρρωστώ· αόρ. ερρώστησα.
-
- Α´ Aμτβ.
- α) είμαι άρρωστος:
- (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. B´ 68)·
- β) αρρωσταίνω:
- διατί ν’ αρρωστώ και να πονώ (Aχιλλ. L 586).
- α) είμαι άρρωστος:
- Β´ (Mτβ.) κάνω κάπ. άρρωστο:
- ο λογισμός οπού ’βαλα γή γιαίνει γή αρρωστεί με (Eρωτόκρ. A´ 2054).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = άρρωστος:
- (Xρον. Mορ. P 1541)·
- (μεταφ.):
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1410).
[αρχ. αρρωστέω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστώ s. αρρωσταίνω.