Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριστεύω [aristévo] Ρ5.1α : είμαι ο πρώτος ή μεταξύ των πρώτων σε κάποια επίδοση· πρωτεύω. || (συνήθ. για εξετάσεις, διαγωνισμούς) βαθμολογούμαι με τον ανώτατο βαθμό, παίρνω άριστα: Aρίστευσε στις εξετάσεις για το πτυχίο.
[λόγ. < αρχ. ἀριστεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αριστεύω [aristévo] ipf αρίστευα, aor αρίστευσα (& Kazantz αρίστεψα), pass αριστεύομαι, aor subj αριστευθώ, (L)
- ① show bravery or military prowess, distinguish o.s. (near-syn διακρίνομαι, λάμπω):
- στην περίφημη μάχη, όπου αριστεύει ο Διομήδης, ήρθαν μια στιγμή αντίκρυ ο γιος κι ο εγγονός του Διός (Karouzos) |
- ο Mεριδαρπάχτης αριστεύει αναγκάζοντας τους βατράχους σε υποχώρηση (Kakridis)
- ② receive high marks, excel (syn phr παίρνω άριστα):
- ξαναγυρίζουν στα παλιά τους κολέγια οι φτωχοί νέοι, που αρίστεψαν στις σπουδές τους (Kazantz) |
- στις εξετάσεις του πάντοτε αρίστευε (Sachinis)
- ③ pass αριστεύομαι be awarded the prize for excellence (by the Academy of Athens):
- ο νόμος απαιτεί πάντα και προηγούμενη σπουδαία εργασία, που ένας νέος δεν μπορεί να την έχει κ' επομένως δεν δικαιούται ν' αριστευθεί (Xenop)
[fr kath αριστεύω ← AG ἀριστεύω]
- ① show bravery or military prowess, distinguish o.s. (near-syn διακρίνομαι, λάμπω):