Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόζω
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποζώ [apozó] Ρ10.9α : (λαϊκότρ.) ζω λιτά και φτωχικά· το εισόδημά μου είναι τόσο μικρό που με δυσκολία επιβιώνω: Mόλις κι αποζούνε μ΄ αυτό το μισθό.

[λόγ. < ελνστ. ἀποζῶ, αρχ. σημ.: `ζω από κτ.΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόζω [apózo] (L)
  • give off a foul smell, stink (syn βρωμώ)

[fr kath απόζω ← PatrG, K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποζώ [apozó] αποζεί, ipf αποζούσα, aor απόζησα (L)
  • ① make a living, subsist on, live off (syn ζω, συντηρούμαι):
    • οι κάτοικοι αποζούν από την κτηνοτροφία, τον τουρισμό |
    • ελάχιστοι δημόσιοι λειτουργοί αποζούν από το μισθό τους και μόνο |
    • η Nεβάδα αποζεί αποκλειστικά από το χαρτοπαίγνιο (Thrylos) |
    • η γυναίκα αποζεί από εφήμερους πελάτες του δρόμου (Ouranis) |
    • να μη χάσουνε το ψωμί τους όσοι αποζούνε από την ψαρική (Segditsas)
  • ⓐ live poorly or in hardship:
    • ~ από μια ψωροσύνταξη |
    • επίβλεπε τη θαυματουργή εικόνα κι αποζούσε κοντά της με νηστεία και προσευχή (Panagiotop)
  • ② remain alive, survive (syn επιζώ, ζω):
    • η τρίτη κολόνα έπεσε σε ενέδρα και απόζησαν μόνον 160 άντρες (ChZalokostas) |
    • πάντα αποζεί μέσα μας ένα υπόλειμμα του παρελθόντος (Thrylos) |
    • φράθηκε η ψυχή της να ακούει καλά λόγια κ' ευχές για κείνους που αποζούν (MGeorgiou)
  • ③ finish living, live out:
    • έμοιαζε γυναίκα που απόζησε πια τη ζωή της, που μηνούσε του Xάρου να 'ρθει να την πάρει (Psichari)

[fr kath αποζώ (-άω) ← PatrG, K, AG]

[Λεξικό Κριαρά]
απόζωμον το.
  • Xυμός που βγαίνει από χόρτα κοπανισμένα και συμπιεσμένα:
    • (Oρνεοσ. αγρ. 54223).

[<πρόθ. από + ουσ. ζωμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόζων, -ουσα, -ον [apózon] (L)
  • giving off a foul smell, stinking (syn δυσώδης):
    • poem κείτονται σε λιμάνια ελεεινά, .. απόζοντα (Papatsonis)

[fr kath απόζων, prp of απόζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποζών1 [apozón] ο, (L)
  • person remaining alive, survivor (syn επιζών1):
    • όταν σκοτώθηκε ο πατέρας της και είδε τους αποζώντες να δειλιάζουν, τους έδωσε θάρρος (ChZalokostas)

[substantiv. m of αποζών2; cf ο επιζών]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποζών2, -ώσα, -ών [apozón] (L)
  • subsisting on or living off (syn επιζών2):
    • κατέβηκαν οι Kρητικοί στα παράλια, αποζώντες από κυνήγι και ψάρεμα (ChZalokostas)

[fr kath αποζών, prp of αποζώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες