Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποψιλώνω [apopsilóno] -ομαι Ρ1 : 1.κόβω ή καίω τα δέντρα ή τη θαμνώδη βλάστηση μιας περιοχής, την απογυμνώνω από κάθε βλάστηση: H πυρκαγιές αποψίλωσαν χιλιάδες στρέμματα δασικής γης. Οι πλαγιές του βουνού είναι αποψιλωμένες εξαιτίας της παράνομης υλοτόμησης. 2. (μτφ.) αφαιρώ από κπ. κεκτημένα δικαιώματα: H βασιλεία, αποψιλωμένη από τις περισσότερες εξουσίες της, παίζει σήμερα ένα ρόλο σχεδόν διακοσμητικό.
[λόγ. < αρχ. ἀποψιλ(ῶ) `αραιώνω τα μαλλιά΄ -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποψιλώνω [apopsilόno] ipf αποψίλωνα, aor αποψίλωσα (& απεψίλωσα
- L; subj αποψιλώσω), pf & plupf έχω-είχα αποψιλώσει, mediop αποψιλώνομαι, aor αποψιλώθηκα (subj αποψιλωθώ)
- ① remove (body) hair, depilate, shave (syn αποτριχώνω):
- του απεψίλωσαν την κεφαλή για τιμωρία |
- poem .. κι αν αποψιλώνουν | τα κορμιά τους, για σκλάβους μόνο να είναι (Stavrou Ar)
- ② fig strip of trees or vegetation, make bare, denude (syn απογυμνώνω, αποφαλακρώνω, near-syn αποδασώνω):
- ~ μια δασώδη έκταση |
- ~την περιοχή από βλάστηση |
- οι συχνές πυρκαγιές απεψίλωσαν τη χώρα |
- η ναυπηγική αποψίλωσε το καταπράσινο από δάση νησί (Papanoutsos, adapted) |
- οι Bενετοί για τις διάφορες ανάγκες του στόλου τους αποψίλωναν ορισμένα τμήματα πολλών νησιών (Vacalop) |
- poem όπου κι αν βρίσκομαι | πυρκαγιές αποψιλώνουν τα δάση της μνήμης μου (DPapakonstantinou)
- ⓐ mediop αποψιλώνομαι become stripped of trees or vegetation, become bare, be denuded:
- αποψιλώθηκαν από μεγάλα δέντρα στους δικούς τους κήπους ή τους γειτονικούς |
- όταν τα βουνά αποψιλώνονται, τα νερά της βροχής φτάνουν στις πεδιάδες με μεγαλύτερη ορμή και η διάβρωση του εδάφους γίνεται εντονότερη
- ③ fig divest (s.o. or sth of attributes etc), strip, denude (syn απογυμνώνω 2):
- τα μέτρα της κυβερνήσεως αποψιλώνουν τη λίστα των υποσχέσεων και των επαγγελιών του κόμματος |
- ο πυρρωνικός στοχαστής αποψιλώνει τον πιστό απ' όλες τις υψηλές και παρήγορες δοξασίες, που κοσμούν και κάνουν αξιοβίωτη τη ζωή του (Papanoutsos) |
- αρετές όπως η αγάπη της ελευθερίας .. δεν μπορούν να ριζώσουν σε έδαφος ψυχικό που το έχουν αποψιλώσει οδυνηρές υλικές στερήσεις (id.) |
- τι μυστική ποίηση πρέπει να είχε το τοπίο αυτό, προτού το αποψιλώσει ο χρόνος! (Athanasiadis-N)
[fr kath αποψιλώνω ← MG, AG αποψιλώ (-όω), cpd w. ψιλώ 'strip bare, denude']