Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφυλακίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφυλακίζω [apofilakízo] -ομαι Ρ2.1 : απολύω κρατούμενο από τη φυλακή: Aποφυλακίστηκε μετά την έκτιση της ποινής του / λόγω καλής διαγωγής / με χρηματική εγγύηση. Aποφυλακίζεται σε λίγες μέρες.

[λόγ. απο- φυλακίζω μτφρδ. γαλλ. désemprisonner]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφυλακίζω [apofilacízo] aor αποφυλάκισα (subj αποφυλακίσω), pass αποφυλακίζομαι, ipf αποφυλακιζόμουν, aor αποφυλακίσθηκα (& αποφυλακίστηκα), pf & plupf έχω-είχα αποφυλακισθεί (L)
  • release fr prison (syn απολύω A2, ξεφυλακώνω, ant φυλακίζω):
    • τον αποφυλάκισαν λόγω υγείας |
    • είχε εκπαιδευθεί στις φυλακές στα εκρηκτικά, ώστε να βοηθήσει την οργάνωση μόλις αποφυλακιζόταν |
    • είχε καταδικαστεί σε πέντε χρόνια κάθειρξη και μόλις πριν από μέρες αποφυλακίστηκε (Athanasiadis-N) |
    • ο ιδιόρρυθμος αυτός σοφός πέθανε, αφού είχε αποφυλακισθεί στο έτος 1294 (Kanellop)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποφυλακίζω, cpd w. φυλακίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες