Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτοιχίζω [apotixízo] -ομαι Ρ2.1 : (αρχαιολ.) αφαιρώ μια τοιχογραφία από τον τοίχο στον οποίο βρίσκεται με σκοπό να τη συντηρήσω ή να τη διασώσω.
[λόγ. απο- τοίχ(ος) -ίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτοιχίζω [apoti] (wrongly sp. also αποτειχίζω) aor subj αποτοιχίσω, pass 3sg αποτοιχίζεται, aor αποτοιχίσθηκε (& αποτοιχίστηκε), pf & plupf έχει-είχε αποτοιχισθεί (L)
- take (a built-in stone, picture etc) out of a (house) wall, disengage or detach fr a wall (ant εντοιχίζω):
- οι τοιχογραφίες πρέπει ν' αποτοιχιστούν, γιατί κρέμονται ετοιμόρροπες |
- δεκαεφτά νωπογραφίες του Φ. K., που κοσμούσαν το σπίτι του, έχουν πρόσφατα αποτοιχισθεί |
- ο κ. Ξ. αποφάσισε να αποτοιχίσει το αγκωνάρι (Bakalakis, adapted) |
- το κομμάτι από τη ζωφόρο αποτοιχίστηκε από κάποιο παλαιό αρχοντικό (id.) |
- το ανάγλυφο αποτοιχίσθηκε από την κόγχη της παλιάς εκκλησίας (DLazaridis, adapted)
[fr kath (neol) αποτοιχίζω, cpd w. τοίχος; cf αποτειχίζω]
- take (a built-in stone, picture etc) out of a (house) wall, disengage or detach fr a wall (ant εντοιχίζω):