Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκίζω [aposcízo] aor απόσκισα
  • ① tear apart, tear to bits (syn ξεσκίζω):
    • απόσκισε όλο το ύφασμα
  • ② finish cutting or splitting wood:
    • απόσκισε τα κούτσουρα και τα 'βαλε στην αποθήκη

[fr PatrG ἀποσχίζω ← K, AG; cf ἀποσχίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες