Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποξαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποξαίνω [apokséno] aor απόξανα
  • finish carding (wool):
    • ν' αποξάνω τα μαλλιά πρώτα και θα κοιμηθώ

[fr K ἀποξαίνω, cpd w. ξαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες