Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολιπαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απολιπαίνω [apolipéno] -ομαι Ρ7.2 : αφαιρώ το λίπος ή λιπαρές ουσίες.

[λόγ. απο(λίπανσις) -λιπαίνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. dégraisser (διαφ. το ελνστ. ἀπολιπαίνω `λαδώνω΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απολιπαίνω [apolipéno] (L)
  • remove the fat or the oiliness of (ant λιπαίνω):
    • το σαπούνι απολιπαίνει κ' ερεθίζει το δέρμα

[fr kath (neol) απολιπαίνω, cpd w. λιπαίνω; cf K (3rd c. BC) ἀπολιπαίνω 'to oil']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες