Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδιαλέγω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδιαλέγω [apoδjaléγo] -ομαι Ρ3 : (λαϊκότρ.) ξεδιαλέγω.

[μσν. αποδιαλέγω < απο- διαλέγω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποδιαλέγω· μτχ. παρκ. αποδιαλεμένος.
  • I. (Ενεργ.) ξεδιαλέγω:
    • (Xρον. Mορ. H 140).
  • II. (Μέσ.) περιφρονώ:
    • να μην αποδιαλεκτείς τινάν (Ξόμπλιν φ. 135r).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = διαλεχτός:
    • (Xρον. Mορ. H 3595).

[<πρόθ. από + διαλέγω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδιαλέγω [apo∂jaléγo] aor αποδιάλεξα
  • ① pick out the good items, select, choose (syn διαλέγω, ξεδιαλέγω):
    • folks. είκοσι μήλα μ' έστειλες, κόρη, μέσ' το μαντίλι, | εδιάλεξα, αποδιάλεξα τα κόκκινά σου χείλη (Theros)
  • ② finish the selection:
    • απ' το πρωί διαλέγει σταφύλια κι ακόμη δεν αποδιάλεξε

[fr postmed, MG αποδιαλέγω, cpd w. διαλέγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες