Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδειπνώ [apoδipnó] Ρ10.9α : (οικ.) τελειώνω το δείπνο.
[ελνστ. ἀποδειπνῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδειπνώ.
-
- Tελειώνω το δείπνο:
- αφότου αποδειπνήσασιν, υπάν να αναπαυθούσιν (Iμπ. 506).
[μτγν. αποδειπνέω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Tελειώνω το δείπνο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδειπνώ [apo∂ipnó] aor αποδείπνησα, pf & plupf έχω-είχα αποδειπνήσει
- finish eating the evening meal:
- folkt όταν αποδειπνήσανε, το βασιλόπουλο έπιασε την κουβέντα (Loukatos) |
- ο τελευταίος καλόγηρος είχε αποδειπνήσει και προσεύχονταν (Sardelis)
[fr postmed (Somavera) αποδειπνώ ← MG ← LK (2nd c. AD) ἀποδειπνῶ (-έω)]
- finish eating the evening meal: