Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεύχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεύχομαι [apéfxome] Ρ (βλ. εύχομαι) (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) εύχομαι να μη γίνει κτ.: ~ να βρεθείτε ποτέ στη δική μου θέση.

[λόγ. < αρχ. ἀπεύχομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεύχομαι [apéfxome] aor απευχήθηκα (L)
  • pray or wish that sth not happen or be, pray for deliverance fr (ant εύχομαι):
    • ο αρχηγός του κόμματος απεύχεται ενδόμυχα ό,τι ανοιχτά επιδιώκει |
    • είτε το ευχόμεθα είτε το απευχόμεθα whether we want it or not |
    • ~ να μου γεννηθεί ποτέ η επιθυμία της θρησκευτικότητας (Thrylos) |
    • ο Nίτσε απευχήθηκε να κυριεύσει κάποτε την Eυρώπη καμιά σύγχρονη ιδέα (Theodorakop) |
    • πολλοί απεύχονται την παρουσία της πέρκας στις λίμνες επειδή είναι άπληστη (Potamianos, adapted)

[fr kath απεύχομαι ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες