Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεμπολώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεμπολώ [apemboló] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) παραχωρώ τα δικαιώματά μου ή προδίνω ιδέες, αρχές, αξίες κτλ. για ιδιοτελείς σκοπούς: Aπεμπόλησε τα ιερά και τα όσια της πατρίδας.

[λόγ. < αρχ. ἀπεμπολῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεμπολώ [apemboló] απεμπολεί, ipf απεμπολούσα, aor απεμπόλησα (subj απεμπολήσω), pass απεμπολούμαι (3sg απεμπολείται) (L)
  • ① to sell out, betray, alienate (near-syn παραχωρώ, προδίνω):
    • απεμπόλησε τα εθνικά δίκαια |
    • απεμπόλησε τα ιερά και τα όσια
  • ② give up, forego, relinquish (syn απαρνιέμαι 1b, αποποιούμαι):
    • απεμπόλησαν μια ευκαιρία επιτεύξεως συμφιλιώσεως με την Eλλάδα |
    • αν υπέγραφε το πύρινο διάταγμα, απεμπολούσε ένα μέρος από τα άγραπτα δικαιώματά του |
    • ευρείες μάζες του λαού δεν μπορούσαν να απεμπολήσουν τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις τους |
    • έχοντας πλέον συνταγματικά κατοχυρωμένα προνόμια, δεν θα είναι βέβαια παράφρονες να τα απεμπολήσουν, για να προτιμήσουν οποιαδήποτε συνεννόηση με τους Έλληνες (Christidis) |
    • ο άνθρωπος γίνεται δούλος, όταν παραδέχεται το ενδεχόμενο να απεμπολήσει, έστω και μόρια της ελευθερίας του, και αδιαφορεί, όταν απεμπολείται η ελευθερία των άλλων (Ploritis) |
    • φανερώνουν τη μανιακή τους δίψα ν' απεμπολήσουν το πνευματικό τους αυτεξούσιο (Terzakis)
  • ⓐ abandon, desert (syn εγκαταλείπω):
    • ~ τους παραδοσιακούς κανόνες |
    • δεν μπορεί να υπάρχει τέχνη, όταν η αισθητική μορφή απεμπολείται (Dizikirikis) |
    • συντηρητική μερίδα του τόπου έκρινε ότι έπρεπε να απεμπολήσει τη δημοτική (Dimaras)

[fr kath απεμπολώ ← MG (7th c.), PatrG (1st to 7th c. AD) & K (1st c. BC to 2nd c. AD) ἀπεμπολῶ (-έω) ← AG ἀπεμπολῶ (-άω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες