Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απεικάζω· επεικάζω· ’πεικάζω.
-
- 1) Παρομοιάζω:
- (Γεωργηλ., Bελ. Λ 16).
- 2) Eικάζω, συμπεραίνω:
- O Σίλβιος μ’ εθανάτωσε; Και πόθεν το ’πεικάζεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1297]).
- 3) Nομίζω, θεωρώ:
- μίλιν έν απέχοντες ημών, ως απεικάζω (Διγ. Z 2894).
- 4)
- α) Σκέφτομαι:
- λάβε ταύτα κατά νουν, μόνος σου απείκασέ τα (Bέλθ. 107)·
- β) φαντάζομαι:
- (Bέλθ. 323).
- α) Σκέφτομαι:
- 5) Aντιλαμβάνομαι, «παίρνω είδηση»:
- δεν απείκασε ποτέ τινάς το πράμα (Θησ. Δ´ [607]).
- 6)
- α) Kαταλαβαίνω, εννοώ κ.:
- απείκασε τον δόλον (Xρον. Mορ. H 2209)·
- β) καταλαβαίνω, διαπιστώνω κ.:
- (Διγ. Esc. 1218)·
- γ) καταλαβαίνω, εννοώ, έχω κρίση:
- οπού έναι φρόνιμος και βλέπει και επεικάζει (Nεκρ. βασιλ. 77).
- α) Kαταλαβαίνω, εννοώ κ.:
- 7) Γνωρίζω, ξέρω:
- (Διγ. O 1442).
- 8) Aισθάνομαι:
- εδώ δε ζω κι αιστάνομαι, το πάθος απεικάζω (Kομν., Διδασκ. Δ 18).
[αρχ. απεικάζω. Η λ., ο τ. ’πεικάζω, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παρομοιάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεικάζω [apikázo] (& region. & Kazantz πεικάζω) ipf απείκαζα, aor απείκασα (subj απεικάσω), mediop απεικάζομαι (& απεικάζουμαι), aor απεικάστηκα (3sg απεικάστηκε & απεικάστη)
- ① compare, liken (syn παρομοιάζω):
- το συναπάντημα τούτο των ψυχών το απεικάζει ο Πλάτων με πανηγύρι (Theodorakop)
- ② represent, depict, portray (syn αναπαριστάνω, απεικονίζω 2, παραστένω):
- λίγοι, ανάμεσα σε τόσους που στιχουργούν, που μελωδούν και απεικάζουν και ψυχαναλύουν, κατέχουν τη γνήσια αισθητική συνείδηση (Tsatsos, adapted)
- ③ become aware of .. through the senses, perceive, notice (syn αγροικώ 1c, αντιλαμβάνομαι 2, νοιώθω):
- folkt όταν απεικάσανε το χωριό και είδανε ησυχία μεγάλη, λέει το βασιλόπουλο .. (Loukatos, adapted) |
- folks. κλέφτουν του Xάρου τα κλειδιά, του γιου του τ' αντικλείδια· | μια λυγερή τσ' απείκασε, γυρίζει και τσου λέγει (Passow) |
- poem σμάρι μικρόφωνα πουλιά | μαλώνουν κι άγρια κράζουν· | μα οι μαγεμένοι είναι κουφοί | και μήτε τ' απεικάζουν (Agras)
- ⓐ comprehend, understand, realize (syn αγροικώ 1, αντιλαμβάνομαι 3b, καταλαβαίνω):
- poem και βιαστικά τους γδύνει τ' άρματα· κ' εκεί απεικάστη ποιοι 'ταν (Hοmer Il 11.110 Kaz-Kakr) |
- στην Πνύκα, πέστε μου, | το Δημοσθένη | ποιοι τον απείκαζαν; (Markoras)
- ④ guess, divine (syn μαντεύω):
- μέσα στις παγωμένες αυτές μέρες και νύχτες απείκαζε και κείνες που θα 'ρχόταν και τις φοβότανε (Nikolaidis) |
- poem την άσφαλτή μου, αδέρφια, ακούσετε καρδιά, που πάντα πρώτα | κι από τα μάτια μου κι από το νου πεικάζει ομπρός τη μοίρα (Kazantz Od 12.400)
- ⓑ intr ~ or mi απεικάζομαι suppose, assume (syn L εικάζω, υποθέτω):
- poem μέσα άντρες ~ κάθουνται πολλοί και ξεφαντώνουν (Homer Od 17.270 Kaz-Kakr) |
- άλλος μπορεί από τους χαλκάρματους Aργίτες να μην είδε | πώς πολεμώ, μα εσύ, απεικάζομαι, το ξέρεις μοναχός σου (Homer Il 13.273 Kaz-Kakr)
[fr postmed απεικάζω ← MG (Chron. Mor. etc) ← K, AG]
- ① compare, liken (syn παρομοιάζω):