Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απειθώ [apiθó] Ρ10.9α : (λόγ.) δεν υπακούω σε, θεσμοθετημένους κυρίως, κανόνες πειθαρχίας.
[λόγ. < αρχ. ἀπειθῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειθώ [apiθó] απειθεί, ipf απειθούσα, aor απείθησα (subj απειθήσω) (L) = απειθαρχώ
- :
- ~ στις εντολές του δασκάλου |
- οι στρατιώτες απειθούν στους αξιωματικούς |
- ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν την τόλμη να απειθήσουν στο πρόσταγμα (Panagiotop) |
- αν απειθούσαν, ίσως θα μεταβάλλονταν και οι ίδιοι σε ομήρους (Stasinop)
[fr kath απειθώ ← PatrG ← K (also pap) ← AG ἀπειθῶ (-έω)]