Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγκιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγκιάζω [apangázo] Ρ2.1α μππ. απαγκιασμένος : (οικ.) 1. καταφεύγω, αποτραβιέμαι σε μέρος απάνεμο, προφυλαγμένο από την κακοκαιρία: Δε βρίσκαμε μια θέση ν΄ απαγκιάσουμε. Έψαχνε μια γωνιά για ν΄ απαγκιάσει. 2. για μέρος, τόπο απάνεμο, προφυλαγμένο από την κακοκαιρία: Έλα να σταθούμε εδώ, που απαγκιάζει λίγο.

[απάγκι(ο δες απάγκιος) -άζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγκιάζω s. απαγκειάζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες