Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιχαρίζω [andixarízo] aor αντιχάρισα (L)
- to present (a gift) in return:
- ποια άλλη τέχνη από τη γεωργία αντιχαρίζει περισσότερα σ' αυτούς που την ακολουθούν; (PSolomos) |
- poem .. κι ο Oδυσσέας | βαρύ κοντάρι τού αντιχάρισε κ' ένα σπαθί, για να 'ναι θεμέλιο μιας φιλιάς αμάλαγης κλ (Homer Od 21.34 Kaz-Kakr)
[fr MG *αντιχαρίζω ← MG, K αντιχαρίζομαι ← AG 'show kindness in return']
- to present (a gift) in return: