Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιφάσκω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιφάσκω [andifásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. αντέφασκα : υποστηρίζω κτ. που αναιρεί, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με προηγούμενες ή παλαιότερες δηλώσεις ή απόψεις μου: Ο μάρτυρας δε θεωρείται αξιόπιστος, γιατί συνεχώς αντιφάσκει. Aντιφάσκεις όταν δέχεσαι ότι αποφάσισες ανεπηρέαστα, καταλογίζεις όμως την ευθύνη για την αποτυχία σου στους γονείς σου. (έκφρ.) φάσκει και αντιφάσκει, για κπ. που αναιρεί συνεχώς όσα έχει πει.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιφάσκω `φέρνω αντίρρηση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιφάσκω [andifásko] ipf αντέφασκα, no aor (L)
  • ① to utter a contradictory statement, contradict o.s. (syn phr αναιρώ [όσα υποστηρίζω]):
    • σε συνέλαβε να αντιφάσκεις |
    • phr φάσκει και αντιφάσκει utters contradictions |
    • η ηγεσία του κόσμου αντιφάσκει και αυτοδιαψεύδεται αμέτρητες φορές (Terzakis) |
    • πολλοί λογοκράτες αντιφάσκουν όταν θεωρούν τη φαντασία σα "λογική δεύτερης τάξης" (Dizikirikis)
  • ② (w. complement) be inconsistent with, contradict:
    • η αλήθεια δεν μπορεί να αντιφάσκει στην αλήθεια |
    • η πρόληψη αντιφάσκει με όλη τη συνειδητή δράση του ανθρώπου |
    • πολλά περιστατικά στην Iλιάδα και στην Oδύσσεια αντιφάσκουν δυνατά μεταξύ τους |
    • η απόλυτη ελευθερία στο μοντάζ θα αντέφασκε με την ίδια την έννοια της τέχνης (Dizikirikis) |
    • εξ ορισμού το θετικό δίκαιο δεν μπορεί να αντιφάσκει προς τις αρχές της παραδεδεγμένης δικαιοσύνης (SNestor) |
    • άμα αρνιέσαι την ύπαρξη του θεού αντιφάσκεις με τον εαυτό σου (Papanoutsos)

[fr kath αντιφάσκω ← LK (Olympiodorus, Simplicius, 6th c. ← mid-K (see αντιφάσκων)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιφάσκων, -ουσα, -ον [andifáskon] (L)
  • contradictory:
    • αντιφάσκουσες γνώμες |
    • ασύνδετες και αντιφάσκουσες παρατηρήσεις

[fr kath αντιφάσκων, prp of αντιφάσκω; cf K ο αντιφάσκων 'opponent' (1st c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες