Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπυροβολώ [andipirovoló] αντιπυροβολείς, ipf αντιπυροβολούσα
- shoot back:
- αν πυροβολούσα, ο Kατσίβελος θ' αντιπυροβολούσε κ' ίσως σκότωνε το μικρό (Karagatsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπυροβολώ, cpd w. πυροβολώ]
- shoot back: