Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπυροβολώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπυροβολώ [andipirovoló] αντιπυροβολείς, ipf αντιπυροβολούσα
  • shoot back:
    • αν πυροβολούσα, ο Kατσίβελος θ' αντιπυροβολούσε κ' ίσως σκότωνε το μικρό (Karagatsis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπυροβολώ, cpd w. πυροβολώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες