Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντενεργώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντενεργώ [andenerγó] Ρ (βλ. ενεργώ) : ενεργώ έτσι ώστε να εξουδετερώσω τις συνέπειες των ενεργειών κάποιου άλλου.

[λόγ. αντ(ι)- ενεργώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντενεργώ [andenerγó] αντενεργείς, aor αντενέργησα (kath αντενήργησα),
  • act in opposition, counteract, counterwork, oppose w. actions (syn αντιδρώ, αντιπράττω, ant συμπράττω, συνεργάζομαι):
    • ~ σε κτ |
    • ~ στα σχέδιά τους |
    • οι ενδιαφερόμενοι αντενεργούσαν κατά του νομοσχεδίου |
    • με περικάλεσε να μιλήσω και ν' αντενεργήσω κ' εγώ (Makryg) |
    • πώς αντενεργούσε στην εκλογή μου (ως Aκαδημαϊκού) η εφημερίδα; (Xenop) |
    • άλλοτε αντενεργούσαν διά της παρασκηνιακής οδού, τώρα αποτολμούσαν φανερά τα πραξικοπήματά των (Roussos)

[fr kath αντενεργώ ← LK ἀντενεργῶ (Diosc. etc), cpd w. ἐνεργῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντενεργών, -ούσα [andenerγón] (L)
  • counteracting, acting against:
    • οι δύο φορείς της εθνικής ισχύος ευρίσκοντο σε θέση αλληλοϋποβλεπομένων και αντενεργούντων εναντίον αλλήλων (Roussos, adapted)

[fr kath prp of αντενεργώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες