Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωποποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωποποιώ [anθropopió] mi ανθρωποποιούμαι, aor subj ανθρωποποιηθώ (L)
  • humanize (near-syn προσωποποιώ):
    • ο άνθρωπος εξηγεί τα φαινόμενα με την παραδοχή υπερφυσικών δυνάμεων τις οποίες ανθρωποποιεί (Theodorakop) |
    • για να καταλάβουμε ένα τοπίο πρέπει να το ανθρωποποιήσουμε (Moustoxydis) |
    • το δόγμα αποτελεί μόλις ανθρωποποιηθεί, μορφή στυγνής δουλείας (Panagiotop)

[fr MG ανθρωποποιώ, cpd w. ποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες