Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανευφημώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανευφημώ.
  • 1) (Aμτβ.) επευφημώ, επιδοκιμάζω δημόσια με επευφημίες:
    • οι πάντες επεφώνησαν αυτόν ανευφημούντες (Bίος Aλ. 4031
    • προσκυνήσαντες τον βασιλέα και ανευφήμησαν (Πανάρ. 7112).
  • 2) Oνομάζω, αναγορεύω:
    • ο Λίβιστρος άνδρας μου ανευφημήθην (Λίβ. Sc. 2070).

[αρχ. ανευφημέω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανευφημώ [anefimó] aor ανευφήμησα (L)
  • acclaim, applaud, cheer (syn επευφημώ):
    • ο λαός ανευφήμησε τον πρωθυπουργό |
    • ανευφημούν τις ενέργειες του αρχηγού τους |
    • οι μούσες ανευφημούν τον μεγάλο άντρα, τη δόξα των Aθηνών (Evangelidis)

[fr MG ανευφημώ ← K, AG, cpd of pref ἀν(α)- & εὐφημῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες