Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανευρίσκω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανευρίσκω [anevrísko] -ομαι Ρ παθ. αόρ. γ' πρόσ. ανευρέθη, ανευρέθησαν, απαρέμφ. ανευρεθεί : (λόγ.) βρίσκω κτ. χαμένο ή άγνωστο (ύστερα από αναζήτηση), ανακαλύπτω: Tο κλεμμένο αυτοκίνητο ανευρέθη σε παρακαμπτήριο της εθνικής οδού.

[λόγ. < αρχ. ἀνευρίσκω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανευρίσκω [anevrísko] ipf ανεύρισκα, aor ανεύρηκα & ανηύρα (subj ανεύρω), mi ανευρίσκομαι, ipf ανευρισκόμουν, aor ανευρέθηκα (L)
  • ① find or find again, discover, recover:
    • ~ το δρόμο μου |
    • ~ τα χαμένα |
    • σκοπός του ήταν να ανεύρει τους γονείς του |
    • είχε χαθεί και ανευρέθη |
    • όπου κι αν είχε πέσει σκοτωμένο ή οπουδήποτε κι αν είχε κρυφθεί πληγωμένο θα το ανεύρισκε (Ouranis) |
    • όλοι αυτοί οι ρυθμοί ανευρίσκονται στις μεγαλοπρεπείς πόρτες των αρχοντικών της Kεφαλονιάς (Venezis) |
    • ήταν η πρώτη φορά που στο χώρο των Mυκηνών ανευρίσκοντο επιγραφικά μνημεία (Penteas)
  • ② find out, discover, uncover (syn ανακαλύπτω):
    • δεν ανευρέθηκε ούτε ίχνος χρυσού |
    • η αστρονομία θέλει να ανεύρει τους νόμους των ουρανίων σωμάτων και της κινήσεώς τους (Theodorakop) |
    • ο λόγος, ο νους πρέπει να ανεύρει την αρχή του πράττειν (id.) |
    • κύριο έργο της φιλοσοφίας είναι να ανεύρει τους αρμούς της ενότητας που δένουν το σύμπαν (Tatakis) |
    • προσπαθούν ν' ανευρίσκουν την ουσία των πραγμάτων κάτω από την εξωτερική τους επιφάνεια (EIR Taxidia) |
    • πιστεύω στον ένα και μοναδικό Θεό, σ' αυτόν που ~ μέσα στη συνείδησή μου (Stasinop) |
    • το ογκώδες σώμα, η βαρύτητα των ενδυμάτων δεν ανευρίσκονται στα γνωστά έργα του Aγορακρίτου (Despinis) |
    • poem ποιος διεύθυνε τα ιδεώδη μάτια της νυχτός | ν' ανεύρει τι στερούμεθα, | κι ανεύρε ό,τι ελπίζαμε (Papatsonis)
  • ③ invent, discover (syn επινοώ, εφευρίσκω):
    • ~ ένα νέο σύστημα |
    • προσπαθεί να ανεύρει μια μέθοδο |
    • ο X. είχε ανεύρει τον τρόπο της αναπτύξεως του θέματος (Thrylos)

[fr MG ανευρίσκω ← AG, cpd of pref ἀν(α)- & AG εΞρίσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες