Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξαρτητοποιώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεξαρτητοποιώ [aneksartitopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. ή κπ. ανεξάρτητο, τον απαλλάσσω από μια σχέση εξάρτησης· (πρβ. χειραφετώ).

[λόγ. ανεξάρτητ(ος) -ο- + -ποιώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξαρτητοποιώ [aneksartitopió] ipf ανεξαρτητοποιούσα, aor ανεξαρτητοποίησα (subj ανεξαρτητοποιήσω), mediop ανεξαρτητοποιούμαι, aor ανεξαρτητοποιήθηκα (subj ανεξαρτητοποιηθώ) (L)
  • ① make independent, separate:
    • στις παρομοιώσεις της Oδύσσειας υπάρχει, χωριστά στην καθεμιά, και η ειδοποιός διαφορά που τείνει να την ανεξαρτητοποιήσει, να την εξατομικεύσει ποιητικά (Maronitis, adapted)
  • ② mi ανεξαρτητοποιούμαι become independent:
    • η ενότητα σώματος και ενδύματος που χαρακτηρίζει τις παρθενώνειες μορφές έχει κάπως αλλοιωθεί στη Nέμεση, όπου το ένδυμα αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται (Despinis) |
    • η γερμανική αστική τάξη ήθελε να ανεξαρτητοποιηθεί πολιτικώς (Louros)

[fr kath (neol]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες