Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοδέρνω [anemoδérno] -ομαι Ρ αόρ. ανεμόδειρα, απαρέμφ. ανεμοδείρει, παθ. αόρ. ανεμοδάρθηκα, απαρέμφ. ανεμοδαρθεί, μππ. ανεμοδαρμένος : (λογοτ.) 1α. παλεύω με τον άνεμο: Ώρες πολλές ανεμοδέρνανε ώσπου να μπούνε στο λιμάνι. β. (μτφ.) παλεύω με αντίξοες συνθήκες, περιστάσεις: Xρόνια τώρα ανεμοδέρνει να ζήσει τα παιδιά του. 2α. με δέρνουν, με χτυπούν ισχυροί άνεμοι: Aνεμοδερνόταν δώθε κείθε το πανί της βάρκας. Aνεμοδαρμένες βουνοκορφές, ανεμόδαρτες. β. (μτφ.) είμαι έρμαιο αντίξοων περιστάσεων, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι μάταια: Άσ΄ τους ν΄ ανεμοδέρνονται μονάχοι.
[ανεμο-1 + δέρνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοδέρνω [anemo∂érno] ipf ανεμόδερνα (3pl ανεμόδερναν & ανεμοδέρναν[ε]), mediop ανεμοδέρνομαι & ανεμοδέρνουμαι, aor ανεμοδάρθηκα (subj ανεμοδαρθώ) region.
- ① buffet, of wind (syn αεροδέρνω):
- ο αέρας ανεμοδέρνει το σπίτι, τη λεύκα |
- το καΐκι, ανεμοδάρθηκε ημέρες |
- το λυσσασμένο δρολάπι τους ανεμόδερνε δυο μερόνυχτα ολόγιομα (Foteinos) |
- το σμόκιν ανεμοδέρνεται τώρα στο παλιατζίδικο της οδού Aθηνάς (PGlezos) |
- το Xλεμούτσι ανεμοδέρνεται όπως ορθώνεται ολομόναχο στην άκρη της θάλασσας και του κάμπου (Varelas) |
- poem τα σύννεφα που ανεμοδέρνονται | και σιγαλά βογγούν και κλαίνε (Malakasis) |
- εφηβικό κορμί σαν ένας γλάρος | ν' ανεμοδέρνεται όρθιο και ξάφνου | να χάνεται απ' τα μάτια τους (Sikel)
- ⓐ act. (intr) & mi ανεμοδέρνομαι fight against the wind:
- το καράβι ανεμοδέρνει στη θάλασσα |
- τα σύννεφα ανεμοδέρναν σαστισμένα (Athanasiadis-N) |
- τα δέντρα ανεμοδέρνονται στο δάσος |
- οι μαγνόλιες ανεμόδερναν με το σφυρητό της κακοκαιριάς (Kastanakis) |
- το κύμα ανεβαίνει, παφλάζει, ανεμοδέρνεται (Panagiotop) |
- poem ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν | καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε, | τη δυσοσμία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε (Valaor)
- ② fig harass, torment, plague:
- από μικρό παιδί με ανεμοδέρνει η φτώχεια
- ⓑ intr & mi be harassed or tormented by vicissitudes, suffer (syn in αεροδέρνω 2):
- χρόνια τώρα ~ (or ανεμοδέρνομαι) |
- ανεμοδέρνεται ο δύστυχος για να μεγαλώσει τα παιδιά του |
- poem άσ' τους να τρώγουνται και ν' ανεμοδέρνουνται ωσάν το | κάτεργο που δένει μούδες (Seferis)
[cpd of άνεμος & MG, ModG δέρνω]
- ① buffet, of wind (syn αεροδέρνω):