Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμίζω [anemízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κουνώ κτ. στον αέρα: Mας χαιρετούσαν ανεμίζοντας τα μαντίλια τους. Φοβέριζαν ανεμίζοντας τα σπαθιά τους. ~ μια σημαία. β. κουνιέμαι στον αέρα από τον άνεμο: Tα μακριά μαλλιά της ανέμιζαν στο δροσερό αεράκι. H σημαία ανεμίζει ψηλά, κυματίζει. 2α. (λαϊκότρ., για χρήματα, περιουσία κτλ.) σπαταλιέμαι, ξοδεύομαι άσκοπα: Όλο του το βιος ανεμίστηκε, εξανεμίστηκε. β. (λογοτ.) προαισθάνομαι, ψυχανεμίζομαι.

[ελνστ. ἀνεμίζω `μεταφέρομαι από τον άνεμο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεμίζω· αόρ. ενέμισα.
  • 1) Διώχνω, διασκορπίζω:
    • ανέμισεν αυτά (ενν. τα όρνεα) (Πεντ. Γέν. XV 11).
  • 2) Oσφραίνομαι, μυρίζω κάπ.:
    • χοίροι να τους ανεμίσουν (ενν. τους μεθυσμένους) (Πωρικ. II 89).
  • 3) (Προκ. για έντερα) έχω αέρια, γουργουρίζω:
    • επόμεινε εύκαιρη η κοιλιά κι ενέμισε (Φορτουν. E´ 59).
  • 4) Διαισθάνομαι, «μυρίζομαι»:
    • (Στάθ. B´ 77).

[μτγν. ανεμίζομαι. H λ. στον Hσύχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμίζω [anemízo] ipf ανέμιζα, aor ανέμισα (subj ανεμίσω), mediop ανεμίζομαι (& D ανεμίζουμαι, Kazantz), ipf ανεμιζόμουν(α), aor ανεμίσθηκα & ανεμίστηκα (subj ανεμισθώ & ανεμιστώ), ppp ανεμισμένος
  • ① trans move to and fro, wave:
    • ~ τη σημαία, το λάβαρο |
    • ~ την εσάρπα, την εφημερίδα |
    • ~ το κεφαλομάντηλο, το σπαθί, το λεπίδι, το δίχτυ, τα χέρια, το καμουτσίκι |
    • ο αέρας (ο άνεμος, το αγέρι, το αεράκι, ο βοριάς, ο μπάτης, το μαϊστράλι, το μελτέμι, η θύελλα) ανεμίζει blows about τα μαλλιά, τα φορέματα, τα φουστάνια, τα ράσα, το κοντοκάπι, τη γάζα, το γενάκι |
    • παιδιά χαιρετούν ανεμίζοντας σημαιούλες με τα χρώματα της Iταλίας (Tsirkas) |
    • χέρια σαλέψανε, μαντήλια ανεμίστηκαν (Petsalis) |
    • λες φλογερά γιορταστικά φλάμπουρα ανεμίστηκαν μέσα στο άπειρο (Akritas) |
    • poem αυτή ανεμίζει δύο ρόδινα χεράκια στον ουρανό (Seferis) |
    • κ' έχω τ' αχνάρια στα μαλλιά που ανέμισαν οι μπόρες (Palam) |
    • .. που πάλλονται | σαν κόμη εξαίσια οι αύρες π' ανεμίζουν (Varnalis) |
    • κι ο ήχος της ανέμιζε γελώντας τα μαλλιά του (TDoxas) |
    • άιντε, ανεμίσετε τα φλάμπουρα, και τ' άτια χλιμιντρούνε (Kazantz Od 12.7)
  • ⓐ intr act. & mi ανεμίζομαι wave, flutter, move to and fro, blow about, flap:
    • ανεμίζει η σημαία, η κορδέλα, η χαίτη, η κουβέρτα, η φούστα, το λάβαρο, το μαντήλι, το τσουλούφι, το φτερό |
    • ανεμίζουν (& ανεμίζουνε) οι λαιμοδέτες, οι παντιέρες, τα πέπλα, τα φλάμπουρα, τα χέρια, τα γένια, τα μπαλόνια, τα μπουκλάκια |
    • ανεμίζεται το ένδυμα, το αγριολούλουδο |
    • ανεμίζονται οι πτυχές, οι χλαμύδες, τα κουρέλια |
    • το βέλο της ανέμιζε πίσω απ' τα μαλλιά της (KPolitis) |
    • ο Kωλέττης ανέβηκε τη σκάλα, η φουστανέλα ανέμισε (Petsalis) |
    • η μαντήλα με τα κίτρινα άστρα ανεμίζει στο κεφάλι του (Venezis) |
    • μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν (Nirvanas) |
    • κορμιά ανεμίζονται κρεμασμένα από δέντρα (ChZalokostas) |
    • poem λίγες τούφες τρελές απ' τα μαλλιά σου ανεμίζαν (NPappas) |
    • εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη (Valaor) |
    • με τα μακριά τους γένεια ν' ανεμίζουνε σαν άρπες (Leivaditis) |
    • η άσπρη πετσέτα του νοσοκομείου ανεμίζει στο μπαλκόνι (Ritsos) |
    • κι οι χήτες | πίσω στις πλάτες του ανεμίζουνται .. (Homer Il 15.267 Kaz-Kakr) |
    • χαιρετώντας λευκά πανιά π' ανεμίζονται (Anagnostakis)
  • ② fan (syn αερίζω):
    • σιμώνει τη βεντάλια της και τον ανεμίζει (EKazantz) |
    • poem ο δυόσμος μύρισε σα να τον ανέμισε βιαστικό πέρασμα | απ' το φαρδύ φουστάνι μιας ένοχης γυναίκας (Ritsos)
  • ③ winnow (of wheat etc), κάμανε το στάρι σωρό, τ' ανεμίσανε και το βάλανε στο σακκί (Loukatos)
  • ④ fig trans air, make public, put in notion:
    • ο λαός ανεμίζει τις ελπίδες του |
    • η Iερή Eξέταση ανέμιζε αδιάκοπα την απειλή της κόλασης (Ouranis) |
    • poem στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει | ένα τραγούδι (Elytis)
  • ⓑ fig intr move, rise:
    • ως και τα λόγια της ανέμιζαν μέσα στην ώρα τούτη (KPolitis) |
    • μπροστά στα μάτια του ανέμιζε μια ζεστή φαντασία (Panagiotop) |
    • poem κ' οι ελπίδες π' ανεμίζουνε και στράφτει η γης και λάμπει (Retsinas)
  • ⑤ fig mi guess, divine, foretell (syn μαντεύω):
    • μόνο ο Kωνσταντής τον ανεμίστηκε ποιος ήταν ο σκοπός του (Prevelakis) |
    • poem κι ό,τι κι αν γίνει το ανεμίζουμαι και τα 'ρχουνται θωρώ τα (Kazantz Od 10.614) |
    • το φονικό καλά ανεμίστηκα, μα εγώ σε πήρα ανέγνοιος (ib 17.1088) [fr MG ανεμίζω ← PatrG (àνεμίζω Moschus

[ca. 600 AD]; -ίζομαι Hesychius, 6th c.), der of AG ἄνεμος w. suff -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες