Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεβοκατεβάζω [anevokatevázo] Ρ2.1α : α.διαδοχικά και επανειλημμένα ανεβάζω και κατεβάζω κτ.: Aνεβοκατέβαζε τα κάδρα να βρει τη θέση τους. β. (μτφ., για αξίες, τιμές κτλ.) διαδοχικά και επανειλημμένα υποτιμώ και ανατιμώ κτ.: Οι κερδοσκόποι ανεβοκατεβάζουν τις μετοχές / τη λίρα / την τιμή του χρυσού.
[ανεβ(άζω) -ο- + κατεβάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεβοκατεβάζω.
-
- Aνεβάζω και κατεβάζω (επανειλημμένα):
- (Iερόθ. Aββ. 335).
[<ανεβάζω + κατεβάζω. H λ. και σήμ.]
- Aνεβάζω και κατεβάζω (επανειλημμένα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεβοκατεβάζω [anevokatevázo] ipf ανεβοκατέβαζα, aor ανεβοκατέβασα
- ① raise and lower s.o. or sth:
- ~ την αυλαία, τη βαριά, τις μασέλες, το καράβι, το σπαθί, το καπέλο, το κεφάλι, τα χέρια |
- μικρά αυτοκίνητα ανεβοκατεβάζουν Γάλλους αξιωματικούς κ' εμπόρους (Ouranis) |
- εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους κατήφορους (Krystallis)
- ② polit put into, and drive fr, power:
- οι βεκίληδες του Mοριά ανεβοκατεβάζουν τους βεζίρηδες με τα πουγγιά τους (Melas)
- ⓐ fig increase and decrease, make go up and down (in value, price) (syn L αυξομειώνω):
- ανεβοκατεβάζουν τη λίρα, τις τιμές |
- κάθε μέρα μάς ανεβοκατεβάζουν το ψωμί
[cpd of ανεβο- (ανεβώ) & κατεβάζω, by anal. of related cpd ανεβοκατεβαίνω (instead of ανεβαίνω + κατεβαίνω)]
- ① raise and lower s.o. or sth: