Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδροκρατούμαι [anδrokratúme] & αντροκρατούμαι [androkratúme] Ρ10.9β : για χώρο κοινωνικής δραστηριότητας, εργασίας κτλ., όπου το αντρικό φύλο έχει περισσότερο κυρίαρχο ή εξουσιαστικό ρόλο, ή είναι απλώς πολυαριθμότερο. ANT γυναικοκρατούμαι: Aνδροκρατείται η πολιτική ζωή. Aνδροκρατούμενη κοινωνία.
[λόγ. ανδρο(κρατία) -κρατούμαι κατά το γυναικοκρατούμαι· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αντρο-]