Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτρωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άτρωτος, επίθ.
  • 1) Aπείραχτος, σώος:
    • φαλκόνιν άτρωτον (Bέλθ. 777).
  • 2) (Mεταφ.) σταθερός:
    • πίστιν … άτρωτον (Διγ. Z 4182).

[αρχ. επίθ. άτρωτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτρωτος -η -ο [átrotos] Ε5 : (λόγ.) που δεν μπορούν να τον χτυπήσουν, να τον πληγώσουν. ANT τρωτός. || (κυρ. μτφ.): Έμεινε ~ από τις συκοφαντίες. ~ από την ομορφιά της, ασυγκίνητος.

[λόγ. < αρχ. ἄτρωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτρωτος, -η, -ο [átrotos] (L)
  • ① unaffected, untouched, undamaged, unscathed (syn απείραχτος 2, απρόσβλητος 2b):
    • ο ίδιος ο Πλάτων δεν έβγαινε ~ από αυτήν την επίθεση (Tsatsos) |
    • έμενε ακόμη ~ από τα βέλη της νεώτερης συγκριτικής φιλοσοφίας (Chourmouzios)
  • ② invulnerable, unassailable, immune (near-syn απρόσβλητος 2, ant τρωτός):
    • άτρωτη θωράκιση |
    • άτρωτη λαμαρίνα |
    • άτρωτες δυνάμεις, ρίζες |
    • ~ από τη διάβρωση, τις σφαίρες, τη συκοφαντία |
    • η επανάσταση σάρωσε μια από τις πιο άτρωτες δικτατορίες του αιώνα |
    • gnom ο σοφός είναι ~ από τα πάθη (Kontogiannis) |
    • είναι είτε από την τύχη είτε από κάποιο μυστικό Tίμιο Ξύλο, ~ (Palam) |
    • επροφύλαξε το σώμα του αφέντη του άτρωτον από κάθε τροχισμένο σκυλόδοντο (Karkavitsas) |
    • η λογική .. είναι ολωσδιόλου άτρωτη από μια ενδεχόμενη μυθοποίηση; (Panagiotop) |
    • η δύναμη της πραγματικής αλήθειας δεν πρέπει .. να είναι άτρωτη από εξωτερικές επιδράσεις; (Stasinop) |
    • poem κι η Θέτιδα ψάχνει να βρει τα θαλασσοβοτάνια, | άτρωτη που θα κάνουνε τη φτέρνα του Aχιλλέα (Athanas)
  • ⓐ unchallengeable, unshakable, indisputable, incontestable (syn ακαταμάχητος 2b, ασάλευτος2 3, ατράνταχτος 3):
    • μεθοδολογικά άτρωτη σύγκριση |
    • φιλοσοφικές ιδέες, θεωρητικά άτρωτες, πλήττονται θανάσιμα, όταν μεταφέρονται στην πράξη (Papanoutsos) |
    • τα διαπιστευτήριά σας είναι σχεδόν άτρωτα (Tsirkas)
  • ③ unemotional, insensitive, indifferent, unconcerned (near-syn αναίσθητος 4, απαθής 1b, ασυγκίνητος 1):
    • ο N. πεσμένος δίπλα βογγούσε δαγκώνοντας το χώμα απ' τον πόνο· κι ο X., ~, γαλήνιος, .. άναβε καινούργιο τσιγάρο (Karagatsis)

[fr kath άτρωτος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG (Aeschyl. +); cf εὔτρωτος, δύστρωτος, νεότρωτος (Hippocr. +) etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες