Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτμητος, -η, -ο [átmitos] (L)
- undivided, indivisible, unbroken (syn in ατεμάχιστος):
- στο ύπαιθρο .. παραμένει πάντοτε αδιάσπαστο και άτμητο το αρχικό παντοτινό μυστήριο (Floros)
[fr kath άτμητος ← PatrG, K (also pap), AG]
- undivided, indivisible, unbroken (syn in ατεμάχιστος):



