Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτμητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άτμητος, -η, -ο [átmitos] (L)
  • undivided, indivisible, unbroken (syn in ατεμάχιστος):
    • στο ύπαιθρο .. παραμένει πάντοτε αδιάσπαστο και άτμητο το αρχικό παντοτινό μυστήριο (Floros)

[fr kath άτμητος ← PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες