Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραουλιέρα η [rauléra] Ο25α : αυτόματο μηχανικό συγκρότημα για τη διαμόρφωση φύλλων ή ράβδων μετάλλου σε ορισμένο σχήμα.
[ράουλ(ο) -ιέρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράουλο το [ráulo] & (σπάν.) ράγουλο το [ráγulo] Ο41 : (τεχν.) μικρός τροχός σε διάφορους μηχανισμούς και για ποικίλες λειτουργίες: Tα ράουλα μιας συρόμενης πόρτας. Tο ~ μιας τροχαλίας.
[γαλλ. rouleau(;)· ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]



