Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ρίζος
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζοσπάστης ο [rizospástis] Ο10 θηλ. ριζοσπάστρια [rizospástria] Ο27 : αυτός που επιδιώκει ριζικές και άμεσες μεταβολές στους υπάρχοντες και παγιωμένους κοινωνικούς θεσμούς· (πρβ. μεταρρυθμιστής, επαναστάτης): H παράταξη / το κόμμα των ριζοσπαστών. || (ως επίθ.): Ριζοσπάστες πολιτικοί.

[λόγ. ρίζ(α) -ο- + σπασ- (σπάω) -της απόδ. γαλλ. ή αγγλ. radical· λόγ. ριζοσπάσ(της) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζοσπαστικοποίηση η [rizospastikopíisi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ριζοσπαστικοποιώ: H οικονομική κρίση συνέβαλε στη ~ των μικροαστικών κοινωνικών ομάδων.

[λόγ. ριζοσπαστικοποιη- (ριζοσπαστικοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζοσπαστικοποιώ [rizospastikopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβάλλω κπ. ή κτ. σε ριζοσπαστικό, του δίνω χαρακτήρα ριζοσπαστικό· (συνήθ. παθ.): Tα πιο ριζοσπαστικοποιημένα κοινωνικά στρώματα.

[λόγ. ριζοσπαστικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. radicaliser & αγγλ. radicalise]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζοσπαστικός -ή -ό [rizospastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο ριζοσπάστη, που επιδιώκει ριζική και άμεση μεταβολή των καθιερωμένων και παγιωμένων κοινωνικών θεσμών: Ριζοσπαστικό κόμμα. Ριζοσπαστικό κοινωνικό πρόγραμμα. Ριζοσπαστικές πολιτικές. Ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις / προτάσεις. Ριζοσπαστικά μέτρα. Οι ριζοσπαστικές του απόψεις προκάλεσαν την οργή των συντηρητικών. || (ως ουσ.) ο ριζοσπαστικός, ριζοσπάστης.

[λόγ. ριζοσπάστ(ης) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζοσπαστικότητα η [rizospastikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ριζοσπάστη ή του ριζοσπαστικού.

[λόγ. ριζοσπαστικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζοσπαστισμός ο [rizospastizmós] Ο17 : η τάση, ο τρόπος πολιτικής και κοινωνικής δράσης και σκέψης, που επιδιώκει ριζικές και άμεσες αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς.

[λόγ. ριζοσπαστ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. radicalisme & αγγλ. radicalism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες