Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανοσιολογιότατος ο [panosiolojiótatos] Ο20α : (έκκλ.) ως τιμητική προσηγορία αρχιμανδρίτη απόφοιτου θεολογικής σχολής.
[λόγ. πανόσι(ος) -ο- + λογιότατος υπερθ. του λόγιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανόσιος, επίθ.· υπερθ. πανοσιότατος.
-
- α) Άγιος, ιερός στον υπέρτατο βαθμό:
- το πανόσιον σώμα εκήδευσάν το (Προσκυν. Ιβ. 845 1050)·
- β) (συν. στον υπερθ.) ως προσηγορία ηγουμένου μονής ή μοναχού:
- (Προδρ. IV 40)·
- τον πανοσιότατον αφέντην πατέρα Πρόχωρον (Βελλερ., Επιστ. 77).
[μτγν. επίθ. πανόσιος. Ο υπερθ. τον 6. αι. Η λ. και σήμ. εκκλ.]
- α) Άγιος, ιερός στον υπέρτατο βαθμό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανόσιος -α -ο [panósios] Ε6 : (εκκλ.) οσιότατος, συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό πανοσιότατος ως τιμητική προσηγορία ιερομόναχου και άγαμου κληρικού (συνήθ. αρχιμανδρίτη).
[λόγ. < ελνστ. πανόσιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανοσίως, επίρρ.
-
- Με πολύ μεγάλη ευλάβεια, σεβασμό:
- ο καίσαρ, πανοσίως δένει τα χέρια του σφικτά, … και προσκυνεί (Ριμ. Βελ. ρ 795).
[<επίθ. πανόσιος]
- Με πολύ μεγάλη ευλάβεια, σεβασμό:



