Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ώσπου
1 εγγραφή
ώσπου [óspu] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις· έως ότου, μέχρις ότου, ωσότου· εκφράζει: 1. πραγματικό γεγονός το οποίο: α. διακόπτει τη διάρκεια της πράξης που εκφράζει η κύρια πρόταση· έως ότου, μέχρις ότου, ωσότου: Xαιρετούσαν, ~ το τρένο χάθηκε από τα μάτια τους. Σιγά σιγά βλεπόμασταν όλο και πιο σπάνια, ~ τον έχασα τελείως. β. διαρκεί όσο και η πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ή συμβαίνει συγχρόνως με αυτήν: Παρακολούθησε το παιδί με τα μάτια, ~ χάθηκε. 2. (ακολουθείται από το να) α. δηλώνει προσδοκώμενη πράξη, η οποία θα συντελεστεί συχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· όσο να, έως ότου να, μέχρις ότου να: Tα πλοία άραζαν προσωρινά, μόνο ~ να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν. Περίμεναν, ~ κάποιος να φανεί στο δρόμο. ~ να ετοιμαστείτε, θα ρίξω μια ματιά στην εφημερίδα. Tο ανακατεύουμε, ~ να πήξει. ΦΡ ~ να πεις κύμινο* / άλφα*. β. (με αναφορά στο παρελθόν) δηλώνει πραγματικό γεγονός, το οποίο έχει συντελεστεί και χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας πρότασης· όσο να, έως ότου να, μέχρις ότου να: ~ να φτάσει το δεκαπενταύγουστο, το σπίτι ήταν ήδη έτοιμο. Πέρασε αρκετή ώρα, ~ να καταλάβουν τι είχε συμβεί. ~ να ΄ρθουμε, να έχεις μαζέψει τα πράγματά σου.

[μσν. ώσπου < εωσόπου < φρ. έως όπου κατά τους βραχύτερους τ. ως, που]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες