Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύφεση
1 εγγραφή
ύφεση η [ífesi] Ο33 : 1.υποχώρηση της έντασης με συνέπεια τη βελτίωση μιας οξυμμένης ή δυσάρεστης κατάστασης: H κακοκαιρία / η επιδημία βρίσκεται σε ~. H σεισμική έξαρση παρουσίασε ~. Οι σχέσεις τους περνούν τώρα ένα στάδιο ύφεσης. H ~ είναι η μόνη δυνατή πολιτική. Tα κινήματα ειρήνης αγωνίζονται για τη διεθνή ~, για τη μείωση των εξοπλισμών και την υποχώρηση της έντασης μεταξύ των κρατών. 2. μείωση, περιορισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων: Οικονομική ~. Οι εξαγωγές είναι σε ~. Περνάμε / είμαστε σε περίοδο ύφεσης. 3. (μετεωρ.) βαρομετρική ~, ελάττωση της ατμοσφαιρικής πίεσης. 4. (μουσ.) είδος αλλοίωσης κατά την οποία η νότα πρέπει να παίζεται μισό τόνο χαμηλότερα. || το μουσικό σημάδι με το οποίο δηλώνεται αυτή η αλλοίωση: Διπλή ~, σημάδι που κατεβάζει το φθόγγο κατά δύο ημιτόνια. ANT δίεση.

[λόγ. < ελνστ. ὕφε(σις) -ση `χαλάρωση (των χορδών)΄, σημδ.: 1: γαλλ. détente· 2, 3: γαλλ. dépression· 4: με βάση την ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες