Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύφαλα
1 εγγραφή
ύφαλα τα [ífala] Ο40 : (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου κάτω από την ίσαλη γραμμή, το οποίο βρίσκεται βυθισμένο μέσα στο νερό. ANT έξαλα: Έγινε ρήγμα στα ~ του πλοίου.

[λόγ. < ελνστ. τά ὕφαλα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. ὕφαλος `υποθαλάσσιος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες