Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύστερα
3 εγγραφές [1 - 3]
ύστερα τα [ístera] Ο40 : αυτά τα οποία γίνονται, συμβαίνουν στο τέλος, κυρίως στην έκφραση (τα πρώτα) και τα ~ του κόσμου, η συντέλεια του κόσμου.

[ουσιαστικοπ. επίρρ. ύστερα]

ύστερα 1 [ístera] επίρρ. χρον. : έπειτα, μετά. I1. προσδιορίζει μια πράξη που χρονικά ακολουθεί κάποια άλλη: Aς ξημερώσει πρώτα κι ~ βλέπουμε. Πρώτα θα παίξω κι ~ θα γράψω. Πρώτα υγεία κι ~ όλα τα άλλα. Θα φύγεις τώρα ή πιο ~; Aπό το 1960 κι ~ άρχισε η ανοικοδόμηση στην Ελλά δα. 2. με προσθετική σημασία· επιπλέον, εκτός αυτού: ~ σκέψου λίγο και τον εαυτό σου. 3. επιφωνηματικά σε ερωτηματικές εκφράσεις, για να δηλώσει: α. το έντονο ενδιαφέρον του ακροατή να ακούσει τη συνέχεια μιας αφήγησης: ~ (τι έγινε); β. την αδιαφορία του ομιλητή για όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως, στην εκφορά (ε) κι ~;: Δεν πρόκειται να περάσεις. - Ε κι ~; ας μην περάσω. II. ισοδυναμεί με πρόθεση στην προθετική έκφραση ~ από και αιτιατική· εκφράζει: α. χρόνο: ~ από λίγα χρόνια. ~ από πολύν καιρό. β. αντίθεση: ~ από τόσους κόπους να τα παρατήσεις! γ. συνέπεια, αιτία: ~ από τόσα που τράβηξε, καιρός είναι να ηρεμήσει.

[αρχ. επίρρ. ὕστερον (< επίθ. ὕστερος) με μεταπλ. κατά τα άλλα επιρρ. σε (πρβ. και σπάν. αρχ. ὕστερα σε επιρρηματική χρήση)]

ύστερα 2 σύνδ. συμπερ. : εισάγει συμπέρασμα που προκύπτει από τα προηγούμενα, συνήθ. σε διαλόγους και σε προτάσεις ερωτηματικές: Είναι σε όλα του εντάξει· ~ πώς να είσαι δυσαρεστημένος από αυτόν; || κι / και ~, εισάγει τη δυσφορία ή την αγανάκτηση του ομιλητή που απορρέει από όσα έχουν προαναφερθεί: ~ σου λένε να μη χάνεις την ψυχραιμία σου. Aκόμη μάλλινα φοράμε κι ~ σου λεν πως ήρθε το καλοκαίρι.

[< ύστερα 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες