Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύπουλος
1 εγγραφή
ύπουλος -η -ο [ípulos] Ε5 : που κάτω από μια φαινομενικά φιλική και καθησυχαστική εμφάνιση και συμπεριφορά κρύβει υποκρισία και δολιότητα: ~ εχθρός / σύμμαχος. Ύπουλη γυναίκα. || Ύπουλη αρρώστια, που εκδηλώνεται μόνο σε προχωρημένο στάδιο. Παίζει ύπουλο παιχνίδι, χωρίς να εφαρμόζει τους συμφωνημένους κανόνες. ύπουλα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ὕπουλος, αρχ. σημ. `με κρυφές πληγές΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες