Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύπανδρος
1 εγγραφή
ύπανδρος -ος / -η -ο [ípanδros] Ε17 : (λόγ., ειρ.) παντρεμένος: ~ γυνή.

[λόγ. < ελνστ. ὕπανδρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες