Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όχτρητα
1 εγγραφή
όχτρητα η [óxtrita] Ο27α : (λογοτ.) η έχθρα.

[μσν. όχθρητα με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] < έχθρητα (τροπή [e > o] κατά το εχτρός > οχτρός) < αρχ. ἔχθρ(α) -ητα αναλ. προς το μάνητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες