Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όχου
2 εγγραφές [1 - 2]
όχου [óxu] & όφου [ófu] επιφ. : (προφ.) συνήθ. δηλώνει έντονη δυσαρέσκεια· οχ: ~ πάλι αυτός είναι!

[μσν. όχου, νεοελλ. όφου < όχ, όφ με ανάπτ. φων. για να μην τελειώνει η λ. σε σύμφ. και συγκεκριμένα του [u] από επίδρ. του χειλ. [f] ή του υπερ. [x] ]

οχού [oxú] & ουχού [uxú] επιφ. : (προφ.) δηλώνει ποικίλα συναισθήματα, όπως ενθουσιασμό, χαρά, κούραση, πόνο, αποδοκιμασία, δυσαρέσκεια κτλ. ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής και το περιεχόμενο των λόγων του ομιλητή: ~ τρέλες που θα κάνουμε!, ποπό. ~ τι μας περιμένει!, αλίμονό μας. Ουχού φοβάται το σκοτάδι!, δεν ντρέπεται και το φοβάται;

[ηχομιμ., ίσως και < τουρκ. oh! `καλό!, καλά να πάθεις!΄· υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες