Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όχεντρα η [óxendra] Ο27α : (λαϊκότρ.) η οχιά.
[μσν. όχεντρα ίσως < αρχ. ἔχιδνα ( [e > o] από παρετυμ. όφις, και -εντρα από παρετυμ. σκολόπεντρα)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. όχεντρα ίσως < αρχ. ἔχιδνα ( [e > o] από παρετυμ. όφις, και -εντρα από παρετυμ. σκολόπεντρα)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |