Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όστρεο
3 εγγραφές [1 - 3]
όστρεο το [óstreo] Ο40 : (λόγ.) το στρείδι.

[λόγ. < αρχ. ὄστρεον]

οστρεοκαλλιέργεια η [ostreokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια και εκτροφή στρειδιών σε ειδικές τεχνητές εγκαταστάσεις.

[λόγ. όστρε(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. ostréiculture (ostréi- < αρχ. ὄστρεον)]

οστρεοτροφείο το [ostreotrofío] Ο39 : ειδικός χώρος στον οποίο γίνεται συστηματική καλλιέργεια και εκτροφή στρειδιών.

[λόγ. όστρε(ον) -ο- + -τροφείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες