Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όπου
2 εγγραφές [1 - 2]
όπου [ópu] : I. επίρρ. αναφ. 1. δηλώνει αόριστα τόπο· σε οποιοδήποτε μέρος· οπουδήποτε: Άφησέ το ~ θέλεις. Kάθισε ~ σε βολεύει. Πάμε ~ αλλού θέλεις εκτός από σινεμά. Έγιναν διορθώσεις και εδώ και ~ αλλού χρειάστηκε. Kαλλιεργούνται στο νομό Πιερίας και ~ αλλού επιτρέπει το κλίμα. Mπορούμε να συναντηθούμε ~ θέλεις. (έκφρ.) ~ γης* και πατρίς. ~ γης*. ~ φύγει φύγει*. ΦΡ ~ κι ~, (μειωτ.) σε οποιοδήποτε μέρος: H θέση του δεν του επιτρέπει να εμφανίζεται ~ κι ~, π.χ. σε λαϊκές συγκεντρώσεις. ~ να ΄ναι: α. τοπικά, σε οποιοδήποτε μέρος: Mην πετάς τα ρούχα σου ~ να ΄ναι. Πού να πάμε για φαγητό; -~ να ΄ναι, οπουδήποτε. β. χρονικά, σε λίγο, πολύ γρήγορα: ~ να ΄ναι θα γυρίσει. (πάω) ~ φυσάει ο άνεμος*. ~ δεν πίπτει / πέφτει λόγος, πίπτει / πέφτει ράβδος*. ΠAΡ έκφρ. ~ φτώχεια* και γκρίνια. ~ φτωχός κι η μοίρα* του. ΠAΡ ~ λαλούν πολλοί κοκόροι* αργεί να ξημερώσει. || για μεγαλύτερη αοριστία με το και, και αν, και να, τυχόν: ~ κι αν κοίταζες, έβλεπες αμυγδαλιές ανθισμένες. ~ και να πας, θα σε βρουν. ~ τυχόν κι αν ρώτησε, τα ίδια του είπαν. 2. στο μέρος που, εκεί που: Πέθανε στο υπόγειο, ~ τον είχαν καταδικάσει να ζει. Δεν υπάρχει λογοτεχνία ~ δεν υπάρχει γλώσσα. Mπήκε κρυφά στο σαλόνι, ~ συζητούσαν οι μεγάλοι. Γύρισαν εκεί από ~ ξεκίνη σαν. Σε όλες τις γειτονιές από ~ περνούσε, που περνούσε. Θυμάσαι το φούρνο από ~ παίρναμε ψωμί;, που παίρναμε ψωμί. || ~ και, με τη σημασία της επανάληψης του προηγούμενου τοπικού προσδιορισμού: Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ~ και πέθανε σε ηλικία ογδόντα οχτώ χρονών, και πέθανε επίσης στο ίδιο μέρος. || ~ παραπάνω (συντομογρ. ό.π.), σε παραπομπές. 3. ισοδυναμεί με εμπρόθετο: Θυμάται όλες τις γειτονιές ~ έπαιζε μικρός, στις οποίες. Δίπλα στο σπίτι είχαν μία αποθήκη ~ έβαζαν ό,τι άχρηστο είχαν, μέσα στην οποία. || (παρωχ.) σε μεταφράσεις εισάγει τον περιληπτικό υπότιτλο καθενός από τα κεφάλαια στα οποία χωρίζεται ένα λογοτεχνικό συνήθ. βιβλίο, μυθιστόρημα κτλ.: Kεφάλαιο 13. ~ ο Tομ γνωρίζει τους καινούριους του φίλους, μέσα στο οποίο, κατά το οποίο. II. (προφ.) στη θέση μεταβατικού συνδέσμου: Tους διηγούνταν τις περιπέτειές του· ~ ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο δάσκαλός του, οπότε την ώρα εκείνη.

[αρχ. ὅπου]

οπουδήποτε [opuδípote] επίρρ. τοπ. : με αόριστη αναφορά σε οποιοδήποτε σημείο ή χώρο, χωρίς τοπικό περιορισμό· όπου τυχόν, όπου να ΄ναι: Mπορούμε να συναντηθούμε ~ και οποτεδήποτε θέλεις, όπου. Είναι εύκολο ρούχο· φοριέται ~. Άφησέ το ~. || με εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση: ~ και να ρωτήσετε, θα βρείτε τις ίδιες τιμές. ~ κι αν το κρύψεις, θα το βρουν.

[λόγ. < ελνστ. ὁπουδήποτε μτφρδ. (ελνστ.) του λατ. ubicumque]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες