Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όνος ο [ónos] Ο18 : (λόγ.) ο γάιδαρος. ΦΡ περί όνου σκιάς, για κτ. ασήμαντο: Aς ασχοληθούμε με κάτι σοβαρό και ας αφήσουμε τις συζητήσεις περί όνου σκιάς.
[λόγ. < αρχ. ὄνος]